Panormos (Kykladen) — Landgemeinde Panormos (1912–2010) Κοινότητα Πανόρμου (Πάνορμος) … Deutsch Wikipedia
πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… … Dictionary of Greek
δυσβατοποιούμαι — δυσβατοποιοῡμαι ( έομαι) (Α) κάνω κάτι δύσβατο, αδιάβατο … Dictionary of Greek
κατσικόδρομος — ο στενό και δύσβατο μονοπάτι … Dictionary of Greek
μονοπάτι — το (ΑΜ μονοπάτιον, Μ και μονοπάτιν και μονόπατον) στενό και δύσβατο δρομάκι στο ύπαιθρο ή σε ορεινή περιοχή, σχηματισμένο από τη συχνή διάβαση, στο οποίο μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ένα ζώο, ατραπός («τὰς δὲ δημοσίας ὁδούς καὶ τὰ… … Dictionary of Greek
ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… … Dictionary of Greek
παίπαλον — παίπαλον, τὸ (Α) απότομο, δύσβατο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. παιπαλόεις «τραχύς, απότομος» (βλ. λ. παιπάλη)] … Dictionary of Greek
σκάλωμα — Πεδινός οικισμός (360 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * το, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών… … Dictionary of Greek
σκαλώνω — Ν [σκάλα] 1. ανέρχομαι σε ψηλό ή δύσβατο τόπο με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών μου, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι 2. (μτβ.) αναρτώ, κρεμώ 3. μτφ. α) αγκιστρώνομαι πιάνομαι σε αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια έτσι ώστε… … Dictionary of Greek
χαλεπότης — ητος, ἡ, ΜΑ [χαλεπός] 1. δυσκολία, δυσχέρεια 2. δυστροπία, ιδιοτροπία αρχ. 1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο 2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα 3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό … Dictionary of Greek